- ουνή
- οὐνή, ἡ (Α)πιθ. αγορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τύπος τού ὠνή*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
ωνή — και ὠνά και αιολ. τ. ὄννα, ἡ, Α 1. αγορά,.οὐνή* («ὠνὴν ἔθου καὶ πρᾱσιν», Σοφ.) 2. προσφορά τιμής, διαπραγμάτευση, παζάρεμα 3. ανάληψη μισθώσεως δημόσιων φόρων ή άλλων κρατικών προσόδων 4. συμβόλαιο πώλησης 5. αγοραστική αξία, τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ … Dictionary of Greek